σπαθιά

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

η / σπαθία, ΝΜ, και σπαθέα Μ
χτύπημα με σπαθί, καθώς και το τραύμα που δημιουργείται από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].