σπαρίζω
English (LSJ)
= σκαρίζω, but formed from σπαίρω, acc. to Lex.Rhet.ap. Eust.416.37, cf. 947.13.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰρίζω: ἀρχαιότερος τύπος τοῦ σκαρίζω, κατὰ τὸν Εὐστ. 943. 13, Φώτ.
Greek Monolingual
Α
αναπηδώ, τινάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαίρω «σφαδάζω, σπαρταρώ» + κατάλ. -ίζω (πρβλ. σκαρ-ίζω: σκαίρω)].