σπατάλημα
English (LSJ)
-ατος, τό, = σπατάλη (lewdness, wantonness, riot, luxury, bracelet), of delicacies eaten, AP 9.642.1 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 918] τό, = σπατάλη, Schwelgerei, Agath. 53 (IX, 642).
Russian (Dvoretsky)
σπᾰτάλημα: ατος (ᾰ) τό роскошная жизнь или роскошь Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰτάλημα: τό, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 8. 642.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
σπᾰτάλημα: -ατος, τό (σπαταλάω), = το προηγ., σε Ανθ.