σπαταλώ
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
σπαταλῶ, -άω, ΝΜΑ σπατάλη
νεοελλ.
δαπανώ, ξοδεύω ασυλλόγιστα, χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ («σπατάλησε την περιουσία του πατέρα του στα χαρτιά»)
μσν.-αρχ.
ζω άσωτη, ακόλαστη ζωή («ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε», ΚΔ)
αρχ.
φρ. «τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων» — τα κακομαθημένα, τα παραχαϊδεμένα παιδιά.