σπειράρχης

English (LSJ)

σπειράρχου, ὁ, speirarch, leader of a cohort (σπεῖρα) II.2, in Lat. form spirarches, CIL6.2251 (Rome), 3.870 (Dacia).

Greek (Liddell-Scott)

σπειράρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων, ἀρχηγὸς σπείρας (ΙΙ), spirarches, Orell. Inscr. Lat. 1. 411.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο επικεφαλής σπείρας, ρωμαϊκής διλοχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα «στρατιωτική μονάδα του ρωμαϊκού κράτους» + -άρχης].