σπείρας
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
-είρατος, τὸ, Α
είδος ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος, γυναικείο ένδυμα» κατά τα σιγμόληκτα σε -ας].