σπειρόω

English (LSJ)

(σπεῖρον) σπαργανόω, Call.Del.6, Jov.33.
II Pass., to be coiled, of a blood-vessel, περί τι Hp.Oss.15.

German (Pape)

[Seite 919] wie σπειράω, einwickeln, bes. ein Kind einwindeln, Callim. Del. 6, zw., s. Lob. Phryn. 204.

Greek (Liddell-Scott)

σπειρόω: (σπεῖρον) = σπαργανόω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 6, εἰς Δία 33. ΙΙ. Παθ., συστρέφομαι, συσπειροῦμαι, συμμαζεύομαι, περί τι Ἱππ. 278. 47., 279. 15.