σπειράω
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
German (Pape)
[Seite 918] wickeln, winden, zusammendrehen; ἐσπειραμένον σχοινίον S. Emp. pyrrh. 1, 227, wie δράκοντας ἐσπειραμένους Luc. philops. 22; s. Lob. Phryn. 204.
Russian (Dvoretsky)
σπειράω: свивать, скручивать: δράκοντες ἐσπειραμένοι Luc. свернувшиеся или клубящиеся драконы; σχοινίον ἐσπειραμένον Sext. скрученный канат.