σπερματολόγος
English (LSJ)
σπερματολόγον, = σπερμολόγος, τέτραγες Epich.45,46.
German (Pape)
[Seite 920] = σπερμολόγος, von Vögeln, Epicharm. bei Ath. II, 65 b.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτολόγος: -ον, = σπερμολόγος, τέτρακες Ἐπίχ. 25 Ahr.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σπερμολόγος.