σπηλυγγοειδής
English (LSJ)
ές, = σπηλαιώδης, Sch. Od. 5.405.
Greek Monolingual
-ές, Α
σπηλαιώδης, αυτός που έχει σχήμα σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπῆλυγξ, -υγγος «σπήλαιο» + -ειδής].
ές, = σπηλαιώδης, Sch. Od. 5.405.
-ές, Α
σπηλαιώδης, αυτός που έχει σχήμα σπηλαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπῆλυγξ, -υγγος «σπήλαιο» + -ειδής].