σπήλαιο

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

το, / σπήλαιον, ΝΜΑ
1. φυσικό βαθύ κοίλωμα μέσα σε βράχο ή κάτω από το έδαφος, σπηλιά (α. «το σπήλαιο τών Ιωαννίνων» β. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν του σπηλαίου», Παπαδ.
γ. «ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων», ΚΔ
δ. «μετὰ τοῦτο καταβιβαστέοι ἔσονταί σοι εἰς τὸ σπήλαιον πάλιν ἐκεῖνο», Πλάτ.)
2. το σπήλαιο της Βηθλεέμ στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός (α. «καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει», Ακολ. Χριστουγ.
β. «δείκνυται τὸ ἐν Βηθλεέμ σπήλαιον, ἔνθα ἐγεννήθη καὶ ἡ ἐν τῷ σπηλαίω φάτνη ἔνθα ἐσπαργανώθη», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. γεωλ. κοιλότητα που σχηματίζεται από τη διαβρωτική και διαλυτική ενέργεια του υπεδαφικού νερού σε ασβεστολιθικά, ηφαιστειογενή ή κοραλλιογενή πετρώματα
2. ιατρ. παθολογική κοιλότητα που έχει ανοιχθεί στο παρέγχυμα ενός οργάνου, ειδικότερα του πνεύμονα, λόγω εκκενώσεως αποστήματος ή μαλακυνθέντος φυματίου μέσω τών φυσικών παροχετευτικών οδών ή μέσω συριγγίου
3. φρ. α) «σύστημα σπηλαίων» — άθροισμα υπόγειων εγκοίλων που επικοινωνούν μεταξύ τους με μικρότερες διόδους και χαρακτηρίζει μερικές φορές ομάδα γειτονικών σπηλαίων που έχουν μια σηραγγοειδή μορφή επικοινωνίας η οποία επιτρέπει τουλάχιστον την ανταλλαγή νερού ή αέρα
β) «διαλυσιγενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται κυρίως από τη χημική διάλυση τών πετρωμάτων
γ) «πρωτογενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται κατά τη διάρκεια απόθεσης του πετρώματος που τά φιλοξενεί ή ταυτόχρονα με τη στερεοποίηση του
δ) «δευτερογενή σπήλαια» — σπήλαια που σχηματίζονται μετά τη στερεοποίηση του πετρώματος που τά φιλοξενεί και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από αρκετές γεωλογικές περιόδους
ε) «κοραλλιογενή σπήλαια» — τύπος πρωτογενών σπηλαίων που σχηματίζονται από αποικίες κοραλλιών σε αβαθή νερά που επεκτείνονται και ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας δαντελλωτά ή βολβώδη τοιχώματα γύρω από ένα υποθαλάσσιο κενό
στ) «δευτερογενή σπήλαια μηχανικής προέλευσης» — δευτερογενή σπήλαια που σχηματίζονται από μηχανικές και χημικές διεργασίες
ζ) «θαλάσσια σπήλαια» — δευτερογενή σπήλαια μηχανικής προέλευσης που δημιουργούνται σε περιοχές θαλάσσιων κρημνών εκτεθειμένων στην κυματική δράση
η) «δευτερογενή διαλυσιγενή σπήλαια» — δευτερογενή σπήλαια που σχηματίζονται από τη χημική διάλυση ευδιάλυτων και μη ανθεκτικών πετρωμάτων
θ) «ηφαιστειακά σπήλαια» — σπήλαια που συνδέονται με πεδία λάβας
μσν.-αρχ.
1. τάφος («ἦν δὲ σπήλαιον καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ», ΚΔ)
2. στον πληθ. τὰ σπήλαια
τα απόκρυφα μέρη του σώματος του ανθρώπου, τα αιδοία
αρχ.
κρησφύγετο, καταφύγιοσπήλαιον λῃστῶν ὁ οἶκός μου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι λ. σπήλαιον και σπήλυγξ πρέπει να συνδεθούν με τον τ. σπέος «βαθιά σπηλιά» και έχουν σχηματιστεί από ένα θ. με -λ- (πρβλ. νεφέ-λη: νέφος) με τα εξής επιθήματα αντιστοίχως: με την κατάλ. -αιον (πιθ. αναλογικά προς τα κατά-γαιος, ὑπό-γαιος) και με εκφραστικό επίθημα -υ-γξ, το οποίο αποδίδει πιθ. την ηχητική του σπηλαίου (πρβλ. λάρ-υ-γξ, φάρ-υ-γξ, σήρ-α-γξ, φάρ-α-γξ). Τις λ. δανείστηκε και η Λατινική, πρβλ. λατ. spēlaeum, spēlunca].