σανίδες νεώς, Hsch. σπίκανον· σπάνιον, Id.
σπιθίαι: «σανίδες νεὼς» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «σανίδες νεώς».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη λ. σπιθαμή.