σπιθίαι

English (LSJ)

σανίδες νεώς, Hsch. σπίκανον· σπάνιον, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σπιθίαι: «σανίδες νεὼς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σανίδες νεώς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη λ. σπιθαμή.