νεώς
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ώ, ὁ,
A v. ναός.
French (Bailly abrégé)
1εώ (ὁ) :
att. c. ναός.
2acc. pl. de νεώς¹;
gén. att. de ναῦς.
German (Pape)
1 ὁ, att. = ναός, Tempel, Plat. Critia. 116c und öfter, und A.; Accus. auch νεώ für νεών, Koen zu Greg.Cor. p. 629.
2 att. gen. von ναῦς.
Russian (Dvoretsky)
νεώς: ώ ὁ атт. = ναός I.
νεώς: II атт. gen. к ναῦς.
Greek (Liddell-Scott)
νεώς: -ώ, ὁ, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ναός, (ὡς λεὼς ἀντὶ λαός), γεν. νεὼ Ἀριστοφ. Πλ. 733· δοτ. νεῲ Ἀντιφῶν 146. 4· αἰτ. νεὼν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 340, Ἀριστοφ. Πλ. 741, Ξεν., κλ., (σπανίως νεὼ Bast. Ep. Crit. 176, Schäf. εἰς Γρηγ. 164): ― πληθ. ὀνομ. νεῲ Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 7, κτλ.· αἰτ. νεὼς Αἰσχύλ. Πέρσ. 810 (τὸ μόνον παρὰ Τραγ. χωρίον ἔνθα ὁ τύπος οὗτος ἀπαντᾷ), Ἰσοκρ. 106Β.
Greek Monolingual
νεώς, ὁ (Α)
(αττ. τ.) βλ. ναός.
Greek Monotonic
νεώς: -ώ, ὁ, Αττ. αντί ναός (όπως λεώς αντί λαός), ναός, ιερό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· γεν. νεώ, δοτ. νεῷ, αιτ. νεών· ονομ. πληθ. νεῴ, αιτ. νεώς.
• νεώς: Αττ. γεν. του ναῦς.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: temple
See also: s. ναός.
Middle Liddell
Attic for ναός, as λεώς for λαός
a temple, Aesch., etc.
Frisk Etymology German
νεώς: {neṓs}
Grammar: m.
Meaning: Tempel
See also: s. ναός.
Page 2,313