σπιρτόζος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος
2. (για λόγο) πνευματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)].