σπογγάριον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, small sponge, Dim. of σπόγγος, M.Ant.5.9, Sor.2.41.
II a kind of eyesalve, Alex.Trall.2.
German (Pape)
[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, kleiner Schwamm, M. Ant. 5, 9. – Eine Salbe, Alex. Trall.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite éponge.
Étymologie: σπόγγος.
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
σπογγάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 9. ΙΙ. εἶδος ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. 127.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σπόγγος
μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
αρχ.
είδος αλοιφής για τα μάτια.