σποδά

German (Pape)

[Seite 923] ἡ, lakon. für σπουδή, Ar. Lys. 173.

Russian (Dvoretsky)

σποδά: ἡ лак. Arph. = σπουδή.

Greek (Liddell-Scott)

σποδά: ἡ, φαίνεται ὅτι εἶναι λέξ. Λακων. ἀντὶ σπουδή, Ἀριστοφ. Λυσ. 173.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σπουδή.