σποραδικότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του σποραδικού, ιδίως ως προς τον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποραδικός. Η λ., στον λόγιο τ. σποραδικότης, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].