σπορεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ,
A sower, X.Oec.20.3, PFlor.20.22 (ii A.D.).
II father, begetter, Them.Or.6.77b.
German (Pape)
[Seite 924] ὁ, der Säer; Xen. Oec. 20, 3; Poll. 1, 221.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
σπορεύς: έως ὁ сеятель Xen.
Greek (Liddell-Scott)
σπορεύς: έως, ὁ, ὁ σπείρων, Ξεν. Οἰκ. 20, 3.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. σπορέας.