σπορθύγγια

English (LSJ)

τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σπορθύγγια: «τρίβολα. τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὰ, Α σπόρθυγγες
(κατά τον Ησύχ.) «τρίβολα, τά διαχωρήματα τών αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν».