σπουδαστικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
sérieusement;
Cp. σπουδαστικωτέρως.
Étymologie: σπουδαστικός.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστικῶς: серьезно: σ. ἔχειν Plut. обладать серьезным складом ума.
adv.
sérieusement;
Cp. σπουδαστικωτέρως.
Étymologie: σπουδαστικός.
σπουδαστικῶς: серьезно: σ. ἔχειν Plut. обладать серьезным складом ума.