Ion. 3sg. aor. 2 of ἵστημι.
στάσκε: Ἰων. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι, Ἰλ. Γ. 217.
στάσκε: Ιων. γʹ ενικ. του ἵστημι.