Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
στάχυ
Greek Monolingual
και παλ. τ. στάχι, το, Ν 1. το στέλεχος, το καλάμι τών δημητριακών 2. το επάκριο τμήμα του βλαστού τών αγρωστωδών και ιδίως του σιταριού που φέρει τα σπέρματα του φυτού, τους σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ.<στάχ-ιον, υποκορ. του στάχυς].