στάχωμα

Greek Monolingual

το, ΝΜ [[σταχῶ, -ώνω]]
1. το δέσιμο βιβλίων, κυρίως χειρόγραφων κωδίκων
2. σκληρό περίβλημα βιβλίου ή χειρογράφου.