δέσιμο
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
το (Μ δέσιμον)
1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο
2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα
3. συναισθηματικός δεσμός
4. (για γάμο) η ένωση
5. (για όρκο ή αφορισμό) η δέσμευση
6. πληθ. δεσίματα
τα δεσμά
νεοελλ.
1. η πρόσδεση ζώου σε δέντρο ή πάσσαλο
2. η πρόσδεση πλοίου στην προκυμαία
3. προσαρμογή λίθου σε κόσμημα
4. τοποθέτηση μετάλλου σε κατασκευή για να καταστεί στερεότερη
5. η συναρμολόγηση τών μερών μιας μηχανής
7. η μετάβαση από το άνθος στον καρπό, ο σχηματισμός του καρπού («οι ελιές είναι πάνω στο δέσιμό τους»)
8. η πύκνωση ρευστού μίγματος (σιροπιού π.χ.) με βράσιμο ή χτύπημα («το δέσιμο του γλυκού»)
9. η σύνδεση, σύσφιγξη τών σανίδων βυτίου με στεφάνια («το δέσιμο του βαρελιού»)
10. το φράγμα για τη συγκράτηση τών νερών ποταμού ή ρυακιού
11. συναρμογή τών δοκών της στέγης
12. μαγικός κατάδεσμος για να προκληθεί σεξουαλική ανικανότητα
13. αυτό με το οποίο δένουμε ή συνδέουμε
14. «δέσιμο βιβλίου» η συρραφή φύλλων βιβλίου και η κάλυψη τους με χαρτόνι (πανί ή δέρμα)
15. φρ. «είναι για δέσιμο» — είναι τόσο ανόητες οι ενέργειες του ή τα λόγια του που θά' πρεπε να εισαχθεί στο τρελοκομείο.