στήθειος

English (LSJ)

στήθειον, of the breast, ἱμάντες Eust.1189.54.

Greek (Liddell-Scott)

στήθειος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς στῆθος, Εὐστ. 1189. 54· - στηθεῖον, τό, ὀχύρωμα μέχρι τοῦ στήθους ὑψούμενον, Μοσχόπ.· στηθαῖον παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1180.

Greek Monolingual

-ον, Μ στῆθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός.