στίμη

Greek Monolingual

η, Ν
1. (για ατμόπλοιο) η κινητήρια δύναμη του σκάφους
2. συνεκδ. η ταχύτητα που αναπτύσσει ένα όχημα («έβαλε μεγάλη στίμη το βαπόρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. steam].