Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η, Ν1. (για ατμόπλοιο) η κινητήρια δύναμη του σκάφους2. συνεκδ. η ταχύτητα που αναπτύσσει ένα όχημα («έβαλε μεγάλη στίμη το βαπόρι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. steam].