Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
και παπόρι, το
1. ατμόπλοιο
2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» — εξοργίζομαι
β) «τον έκανα βαπόρι» — τον εξόργισα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor(-ōris) «ατμός»].