βαπόρι

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

και παπόρι, το
1. ατμόπλοιο
2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» — εξοργίζομαι
β) «τον έκανα βαπόρι» — τον εξόργισα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor(-ōris) «ατμός»].