βαπόρι

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

και παπόρι, το
1. ατμόπλοιο
2. φρ. α) «γίνομαι βαπόρι» — εξοργίζομαι
β) «τον έκανα βαπόρι» — τον εξόργισα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vapore «ατμός, ατμόπλοιο») < λατ. vapor(-ōris) «ατμός»].