στίπα
Greek Monolingual
και στύπα και στίπη και στύπη, η, Ν
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη της τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη πολυετών ή, σπάνια, μονοετών ποωδών φυτών που απαντούν στις τροπικές και εύκρατες περιοχές και είναι χαρακτηριστικά τών ποωδών διαπλάσεων τών ημιάνυδρων περιοχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. stipa < λατ. stup(p)a < στύππη (βλ. λ. στυππείο)].