στύπη
From LSJ
English (LSJ)
v. στύπος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 959] ἡ, auch στύππη, Werg, der grobe Teil des Flachses od. Hanssteugels, der sich zunächst an der harten, holzigen Rinde στύπος befindet, stupa, vgl. Lob. Phryn. 261.
Greek Monolingual
(I)
η, Ν
βοτ. βλ. στύπα.
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «στύπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. στύπος (Ι) κατά τα θηλ.].