σταθερότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, steadiness, firmness, ib.515; cf. σταθηρότης.

German (Pape)

[Seite 927] ητος, ἡ, Stätigkeit, Beständigkeit, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰθερότης: -ητος, ἡ, εὐστάθεια, ἀκινησία, Εὐστράτ. εἰς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1, Θεόδ. Πρόδρ.