ἀκινησία
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
ἡ, absence of motion, Arist.Ph.202a5, al.; stagnancy, Hp.Vict.2.37; incapacity to move, Thphr. Fragmenta 11; failure of mobility, Epicur.Nat.908.6; pause, intermission, of the pulse, Gal.8.510, Aret.CA2.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκινησίη Hp.Vict.2.37.2, Aret.1.7.5
1 inmovilidad, falta de movimiento ἀπὸ ἀκινησίης Hp.l.c., ὕπνος ... οἷον δεσμός τις καὶ ἀ. Arist.Somn.Vig.454b11, cf. 454b26, op. κίνησις Arist.Ph.202a5, Thphr.Fr.11, ποιεῖ γλῶτταν ἄναυδον ἀ. καὶ σκληρότητι Plu.2.953d.
2 intervalo, pausa, interrupción entre dos latidos, Gal.8.510, σμικρὴ ἀ. Aret.SD 1.7.5
•c. gen. πάθεα ἔκδηλα ἀκινησίῃ καὶ ἀναισθησίῃ θερμοῦ τε καὶ ψυχροῦ Aret.l.c., ἔργων App.Pun.73.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
immobilité.
Étymologie: ἀκίνητος.
German (Pape)
[κῑ], ἡ, Unbeweglichkeit, Arist. Probl. 6.5; Theophr. und Plut.; ἔργων, Tatlosigkeit, App. Pun. 73.
Russian (Dvoretsky)
ἀκῑνησία: ἡ неподвижность Arst., Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκῑνησία: ἡ, τὸ μὴ κινεῖσθαι, ἔλλειψις κινήσεως, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5.17,11.
Greek Monolingual
η (Α ἀκινησία)
1. έλλειψη. κινήσεως, το να μην κινείται κανείς
2. αδυναμία, ανικανότητα για κίνηση
νεοελλ.
(για εμπορικές ή χρηματιστηριακές συναλλαγές) στασιμότητα, απραξία, αισθητή ελάττωση τών εργασιών
αρχ.
έλλειψη ευκινησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκίνητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακινησιακός].
Translations
immobility
Bulgarian: неподвижност; Catalan: immobilitat; Finnish: liikkumattomuus, paikallaanolo; French: immobilité; Galician: inmobilidade; German: Immobilität; Greek: ακινησία; Ancient Greek: ἀκινησία, ἀκινησίη, ἀτρεμία, ἀτρεμίη, τὸ στάδιον; Italian: immobilità; Kazakh: қимылсыздық; Kyrgyz: кыймылсыздык; Polish: bezruch; Portuguese: imobilidade; Russian: неподвижность; Slovak: nehybnosť; Spanish: inmovilidad