σταυρίον

English (LSJ)

τό, Dim. of σταυρός, Theognost.Can.122.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρίον: καὶ σταυρίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ σταυρός, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
βλ. σταυρί.