σταυρί
From LSJ
το / σταυρίον, ΝΜ
νεοελλ.
η διάρθρωση του μηριαίου και του λαγόνιου οστού στο ισχίο
μσν.
1. σταυρός λειτουργικός ή που φοριέται στο στήθος ως κόσμημα
2. κεντητός σταυρός ως διακοσμητικό στοιχείο σε ενδύματα και άμφια
3. διασταύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σταυρίον, υποκορ. του σταυρός.