Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σταυροθόλιο
Greek Monolingual
το, Ν είδος θολωτής οροφής που σχηματίζεται με τη διασταύρωση δύο κυλινδρικών θόλων. [ΕΤΥΜΟΛ.<σταυρός+θόλος+επίθημα -ιον. Η λ., στον λόγιο τ. σταυροθόλιον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδαΆστυ].