-έομαι και σταυροκοπιέμαι Νκάνω πολλές φορές το σημείο του σταυρού, κάνω πολλές φορές τον σταυρό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -κοπούμαι (< -κόπος < κόπος < κόπτω)].