σταυροκόμιστος

English (LSJ)

= furcifer, Glossaria.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κατάδικος που έχει κομισθεί, που έχει μεταφερθεί στο σημείο όπου πρόκειται να σταυρωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + κομίζω.