κατάδικος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
κατάδικον, (δίκη) having judgement given against one, found guilty, condemned, SIG484.1 (Delph., iii B.C.): c. gen., φυγῆς to banishment, D.S.13.63; θανάτου Id.27.1; mulcted in, μυρίων στατήρων GDI2516.7 (Delph.): abs., J.AJ5.1.14, Arr.Epict.4.11.24, App.BC1.2, CIG2759b (Aphrodisias).
German (Pape)
[Seite 1346] für schuldig erklärt, verurtheilt, Plut. Flamin. 18 u. a. Sp.; φυγῆς ἐγένετο κατάδικος, = κατεδικάσθη, D. Sic. 13, 63.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάδικος -ου, ὁ [καταδίκη] veroordeelde.
Russian (Dvoretsky)
κατάδῐκος: признанный виновным, осужденный (φυγῆς, θανάτου Diod.; κελεῦσαι τὸν κατάδικον ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου προαχθῆναι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάδικος: -ον, (δίκη) ὡς καὶ νῦν, ὁ καθ’ οὗ ἐξεδόθη καταδικαστικὴ ἀπόφασις, ὁ καταδεδικασμένος, μετὰ γεν., φυγῆς, εἰς ἐξορίαν, Διόδ. 13. 63· θανάτου ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 570. 55· ἀπολ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 2, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2759b.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάδικος, -ον)
αυτός κατά του οποίου έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που εκτίει ποινή
μσν.
1. αντίθετος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάδικος
α) πολέμιος, εναντίος
β) αντίδικος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάδικον
το αντίθετο
αρχ.
αυτός που έχει καταδικαστεί σε πρόστιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, υπόδικος].