στείρη

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. στεῖρα¹.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στείρα.

Russian (Dvoretsky)

στείρη: ἡ эп.-ион. = στεῖρα I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στείρη Ion. voor στεῖρα.