στεατίνη

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τών εστέρων του στεατικού οξέος με τη γλυκερίνη, που αναφέρεται συχνά στην τριστεατίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatine (< στέαρ, -ατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Β. Λάκωνα].