στενυγροχωρίη

English (LSJ)

ἡ, Ion. for στενοχωρία, Hp. (Art.14) as cited by Gal.18(1).411; so στενυγρόω, Ion. for στενόω, contract, Hp. (Epid.6.2.1) as cited by Gal.17(1).896.

German (Pape)

[Seite 936] ἡ, ion. = στενοχωρία, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στενυγροχωρίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ στενοχωρία, Ἱππ (791G) ὡς μνημονεύεται παρὰ Γαλην.· οὕτω στενυγρόω, Ἰων. ἀντὶ στενόω, συστέλλω, Ἱππ (1168F) ὡς μνημονεύεται παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. στενοχώρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενυγρός + -χωρίη (< -χωρος < χῶρος)].