στενόκαρδος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που αποθαρρύνεται εύκολα, λιπόψυχος, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. μεγαλό-καρδος].