στερέϊνος

English (LSJ)

στερέϊνον, hard, τόποι PLond.1.131r.314 (i A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
τραχύς, σκληρός («ἐν τοῖς στερεΐνοις τόποις», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + κατάλ.-ινος, κατά το πέτρινος.