στερεοφωτογραφία
Greek Monolingual
η, Ν
ταυτόχρονη λήψη δύο φωτογραφιών του ίδιου αντικειμένου για στερεοσκοπική χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereophotography (< στερεός + φωτογραφία)].
η, Ν
ταυτόχρονη λήψη δύο φωτογραφιών του ίδιου αντικειμένου για στερεοσκοπική χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereophotography (< στερεός + φωτογραφία)].