στερροβαρής

English (LSJ)

στερροβαρές, hard and heavy, prob. in Hsch. s.v. κορύνη, for στερεοβαρής.

Greek (Liddell-Scott)

στερροβᾰρής: -ές, σκληρὸς καὶ βαρύς, πιθαν. γραφὴ παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ στερεοβαρής.

Greek Monolingual

-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. στερεοβαρής.

German (Pape)

ές, hart und schwer, hart drückend, Hesych. v. κορύνη.