στερεοβαρής

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεοβαρής Medium diacritics: στερεοβαρής Low diacritics: στερεοβαρής Capitals: ΣΤΕΡΕΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: stereobarḗs Transliteration B: stereobarēs Transliteration C: stereovaris Beta Code: stereobarh/s

English (LSJ)

στερεοβαρές, v. στερροβαρής.

Greek (Liddell-Scott)

στερεοβᾰρής: -ές, ἴδε στερροβ-.

Greek Monolingual

και στερροβαρής, -ές, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) σκληρός και βαρύς συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + βαρύς, κατά τα επίθ. σε -ής].