στερροβόας

Greek (Liddell-Scott)

στερροβόας: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ στερεοβόας, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. γρφ·) βλ. στερεοβόας.

German (Pape)

ὁ, = χαλκοβόας, Schol. Soph. O.C. 1100.