στερροκάρδιος

Greek (Liddell-Scott)

στερροκάρδιος: -ον, ὁ στερρὰν ἔχων καρδίαν, σκληράν, Cod. C isl. 94, fol 212 r° et 213 v°. - οὐσ., στερροκαρδία, ἡ, αὐτόθι 27 v°.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. στερεοκάρδιος.