στερεοκάρδιος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
στερεοκάρδιον, hard-hearted, LXX Ez.2.4 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 936] hartherzig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στερεοκάρδιος: -ον, σκληροκάρδιος, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Β΄, 4, διάφορ. γραφ.).
Greek Monolingual
και στερροκάρδιος, -ον, Α
σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός / στερρός + -κάρδιος (< καρδία)].