στερχανά
English (LSJ)
περίδειπνον, Ἠλεῖοι, Hsch. στέρψανον· ἀξίνη, πέλεκυς, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ηλείους) «περίδειπνον».
περίδειπνον, Ἠλεῖοι, Hsch. στέρψανον· ἀξίνη, πέλεκυς, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ηλείους) «περίδειπνον».