στιβίη

English (LSJ)

ἡ, Ep. for στιβεία 11, Opp.C.1.37, al.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβίη: ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ στιβεία Ι, Ὀππ. Κυν. 1. 37.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στιβεία.